- ἶχαρ
- ἶχαρ ( [full] ἴχαρ codd.), τό,A vehement desire, dub. l. in A.Supp.850 (lyr.), cf. Sch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αχήν — ἀχήν ( ῆνος), ο, η (Α) φτωχός, ενδεής. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της μορφολογικής του δομής ( ήν / ήνος) αποτελεί πιθ. ουσιαστικοποιημένο προσηγορικό, που εκφράζει την έννοια «κακομοίρης, φτωχός». Το ᾱχήν… … Dictionary of Greek
ιχώρ — Ονομασία του υγρού που κυλούσε στις φλέβες των θεών των αρχαίων Ελλήνων και, σύμφωνα με τη μυθολογία, διέφερε από το αίμα των κοινών θνητών. * * * ὁ (Α ἰχώρ) ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύον αρχ. 1. αιθέριος… … Dictionary of Greek
ā(i)ĝh- : īĝ h- — ā(i)ĝh : īĝ h English meaning: to need Deutsche Übersetzung: “bedũrfen, begehren” Material: Av. üzi š m. “ desire “, Pers. az ds., Av. üza š m. “ striving, eagerness, zeal “; changing through ablaut Av. izyati “ strives,… … Proto-Indo-European etymological dictionary